Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Μάτια στο καρφί


Έφτασα στο χωριό τον Σεπτέμβρη του 1950. Όλο πέτρες, μα δεν είχα αλλού να πάω. Ή δάσκαλος
στα κατσάβραχα, ή νηστικός στην πόλη. Πίσω από την αίθουσα, ένα στρώμα, μια καρέκλα και ένα τραπέζι. Τον χειμώνα άναβα τη σόμπα. Οι μαθητές κάθε πρωί έφερναν από ένα ξύλο· έκαιγαν μέχρι το απόγευμα. Μετά σκεπαζόμουν. Έτριζαν τα κόκκαλα. Σπάνια, κάποιος άφηνε ένα πιάτο φαγητό στην έδρα. Έβραζα τραχανά και έτρωγα για μέρες. Καφενείο δεν πήγαινα. Πού λεφτά. Μόνο σε καμιά γιορτή που πρόσφεραν γίδα. Οι μεγάλοι έλειπαν όλη μέρα. Στα λιγοστά χωράφια, στη βοσκή, στα γεφύρια. Τα παιδιά έρχονταν ξυπόλυτα για μάθημα. Είχαν μια πλάκα για να γράφουν με το κοντύλι. Καθόλου όρεξη για παιχνίδια· ούτε για μάθημα. Μόνο κάθονταν ήσυχα και κοιτούσαν. Στο καρφί· δίπλα στον πίνακα.Κρεμούσα τον ντορβά με το ψωμί εκεί. Να μην το φτάνουν τα ποντίκια. Καμιά εικοσαριά μάτια, καρφωμένα. Σε λίγες φέτες ψωμί. Τα περισσότερα ήταν νηστικά. Πού να πρωτοδώσεις. Περνούσα με αυτό το ψωμί μια βδομάδα. Το έφερνε ο παπάς την Κυριακή. Στα προβλήματα της αριθμητικής,απέφευγα τις κότες και τα μήλα. Έβαζα πέτρες, δέντρα· πράγματα που δεν τρώγονταν. Αυτά, στο διάλειμμα, ρίχνονταν με τα τέσσερα στην αυλή.Έψαχναν για βλαστάρια. Πεινούσαν. Έκλαψα κάτι φορές που τα έβλεπα. Μα τι να έκανα; Και εγώ στην ίδια μοίρα.
Ήμουν αυστηρός. Είχα μια βίτσα· από κρανιά....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου